ναρθηκωτός

ναρθηκωτός
ναρθηκωτός, -ή, -ὁ (Μ)
(για κάλυμμα εικόνας) αυτός που είναι κατασκευασμένος από το ύφασμα ναρθήκι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναρθήκι + κατάλ. -ωτός (πρβλ. λοφ-ωτός, μεταξ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”